- συμβιβαστικότητα
- [-ης (-ητος)] η1) компромиссность; уступчивость (человека); ,2) примиренчество, соглашательство (полит.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συμβιβαστικότητα — η το να είναι κάποιος συμβιβαστικός: Η συμβιβαστικότητά του δεν έφερε κανένα αποτέλεσμα στις διαπραγματεύσεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συμβιβαστικότητα — η, Ν 1. η ιδιότητα του συμβιβαστικού 2. η τάση για συμβιβασμό, για υποχώρηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < συμβιβαστικός. Η λ., στον λόγιο τ. συμβιβαστικότης, μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν τών Σχινά και Λεβαδέως] … Dictionary of Greek
διαλλακτικότητα — η διάθεση για συνδιαλλαγή, συμβιβαστικότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < διαλλακτικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1868 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία] … Dictionary of Greek
μετριοπάθεια — η (Α μετριοπάθεια, Α διαφ. τ. μετριοπαθία) [μετριοπαθής] 1. η ιδιότητα τού μετριοπαθούς, περιορισμός τού πάθους, εγκράτεια, αυτοσυγκράτηση, μετριοφροσύνη («οὐδὲ ὅσον ἦν φρόνημα τῇ ψυχῇ μετὰ πρᾳότητος καὶ μετριοπαθείας», Πλούτ.) 2. έλλειψη… … Dictionary of Greek
υποχωρητικότητα — η συμβιβαστικότητα, ενδοτικότητα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υποχώρηση — η 1. το να υποχωρεί κανείς, η οπισθοχώρηση, το πισωδρόμισμα: Άτακτη υποχώρηση του στρατού. 2. καθίζηση, κατολίσθηση: Υποχώρηση του εδάφους. 3. περιορισμός αξιώσεων, συγκατάβαση, συμβιβαστικότητα: Στις διαπραγματεύσεις δεν κάνει υποχώρηση καμιά… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)